ναοπόλος

ναοπόλος
νᾱοπόλος
1 minister of a temple ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (i. e. Teneros, son of Apollo: v. δάπεδον) fr. 51d.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο …   Dictionary of Greek

  • νηοπόλοιο — ναοπόλος dwelling masc gen sg (epic ionic) νηοπόλος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηοπόλον — ναοπόλος dwelling masc acc sg (ionic) νηοπόλος masc/fem acc sg νηοπόλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηοπόλος — ναοπόλος dwelling masc nom sg (ionic) νηοπόλος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηοπόλους — ναοπόλος dwelling masc acc pl (ionic) νηοπόλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • νηοπόλος — νηοπόλος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ναοπόλος …   Dictionary of Greek

  • ναοπόλοις — νᾱοπόλοις , ναοπόλος dwelling masc dat pl νᾱοπόλοις , νηοπόλος masc/fem/neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναοπόλον — νᾱοπόλον , ναοπόλος dwelling masc acc sg νᾱοπόλον , νηοπόλος masc/fem acc sg (attic) νᾱοπόλον , νηοπόλος neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”